νυμφίδες

νυμφίδες
νυμφίδες
weddingshoes
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νυμφίδες — νυμφίδες, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδήματα γυναικεῑα, νυμφικά». [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μεμφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”